χειροδίκης — one who asserts his right by hand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροδίκαι — χειροδίκης one who asserts his right by hand masc nom/voc pl χειροδίκᾱͅ , χειροδίκης one who asserts his right by hand masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροδικῶν — χειροδίκης one who asserts his right by hand masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροδίκαις — χειροδίκης one who asserts his right by hand masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροδίκας — χειροδίκᾱς , χειροδίκης one who asserts his right by hand masc acc pl χειροδίκᾱς , χειροδίκης one who asserts his right by hand masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροδίκαιος — ον, Α ο χειροδίκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροδίκ ης + κατάλ. αιος*] … Dictionary of Greek
χειροδικία — η, Ν 1. το να τιμωρεί κανείς με τα ίδια του τα χέρια αυτόν που τόν αδίκησε 2. το να δέρνει κανείς έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χειροδικώ — έω, Ν δέρνω κάποιον για να τόν τιμωρήσω για κακό που μού έκανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη] … Dictionary of Greek